- έρριψις
- ἔρριψις, ἡ (Α) [ενρίπτω]η κατάρριψη, η κατάπτωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔρριψις — prostration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρριψιν — ἔρριψις prostration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρριψ' — ἔρριψι , ἔρριψις prostration fem voc sg ἔρρῑψα , ῥίπτω throw aor ind act 1st sg ἔρρῑψο , ῥίπτω throw plup ind mp 2nd sg ἔρρῑψο , ῥίπτω throw perf imperat mp 2nd sg ἔρρῑψε , ῥίπτω throw aor ind act 3rd sg ἔρρῑψαι , ῥίπτω throw perf ind mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)